ἀνεχέγγυος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, unwarranted, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι because they had no sure confidence in themselves, Th.4.55.
Spanish (DGE)
-ον
inseguro, indeciso, que no tiene confianza en sí mismo διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, ἀνεχέγγυος· ἄπιστος Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεχέγγυος: -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, ἐπειδὴ δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sait où se fier, irrésolu.
Étymologie: ἀ, ἐχέγγυος.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀνεχέγγυος)
αυτός που δεν παρέχει εχέγγυα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Greek Monotonic
ἀνεχέγγυος: -ον, αυτός που δεν παρέχει εγγύηση, ασφάλεια ή εμπιστοσύνη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεχέγγυος: досл. не гарантированный, не обеспеченный залогом, перен. ненадежный: ἡ γνώμη ἀ. Thuc. неуверенность в своих силах, нерешительность.
Middle Liddell
not giving surety or confidence, Thuc.