ἀνοσιουργία
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
ἡ, impiety, wickedness, Pl.Ep.335b, Plu.Arat.54, D.C.71.30.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀνοσιουργεία Porph.Ep.Aneb.11.1
impiedad Pl.Ep.335b, Plu.Arat.54, D.C.Epit.Xiph.71.30.2, Porph.l.c., Ph.2.550, Pall.V.Chrys.M.47.74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοσιουργία: ἡ, πρᾶξις ἀνόσιος, Πλάτ. Ἐπιστ. 335Β, Πλούτ. Ἄρατ. 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sacrilège, scélératesse.
Étymologie: ἀνόσιος, ἔργον.
Greek Monolingual
η (Α ἀνοσιουργία)
το ανοσιούργημα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοσιουργία: ἡ нечестивый поступок, преступление Plat., Plut.