ἀνθονόμος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον, browsing on flowers, ib.539.
Spanish (DGE)
-ον
en el que se pacen flores ματέρος ἀνθονόμους ἐπωπάς colinas en las que mi madre pacía flores de la vaca Ío, A.Supp.539.
German (Pape)
[Seite 233] Blumen abweidend; Aesch. Suppl. 534 sind ἐπωπαὶ ἀνθ., wenn die Lesart richtig ist, blumenreiche Auen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de fleurs.
Étymologie: ἄνθος, νέμω.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθονόμος, -ον)
νεοελλ.
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
(για τόπο) γεμάτος άνθη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθονόμος: поросший цветами (ἐπωπαί Aesch.).