ἀπορραπίζω

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρᾰπίζω Medium diacritics: ἀπορραπίζω Low diacritics: απορραπίζω Capitals: ΑΠΟΡΡΑΠΙΖΩ
Transliteration A: aporrapízō Transliteration B: aporrapizō Transliteration C: aporrapizo Beta Code: a)porrapi/zw

English (LSJ)

A beat back, drive away, Apollod.Poliorc.141.1; reject, Mich.in EN 56.22, Eust.561.41:—Pass., Arist.Div. Somn.464a26. II τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα causing the breath to vibrate, in the pronunciation of r, D.H.Comp.14 (but v. ἀποροιπ-).

Spanish (DGE)

1 rechazar vehementemente Mich.in EN 56.22, τὴν τοῦ Φοίβου (ἐτυμολογίαν) Georgius grammaticus en Eust.561.41, en v. pas. αἱ οἰκεῖαι κινήσεις ... ἀπορραπίζονται Arist.Diu.Som.464a26, τὰ βάρη ... ἀπορραπίζεσθαι Apollod.Poliorc.207.9, cf. AB 421.
2 hacer vibrar de la punta de la lengua ἀ. τὸ πνεῦμα D.H.Comp.14.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρᾰπίζω: ἀπωθῶ, ἀποκρούω, συμβήσεται... τὰ βάρη... ἀπορραπίζεσθαι Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 15, 12, Εὐστ. 561. 41: - Παθ., Ἀριστ. Περὶ τ. καθ’ ὕπν. μαντ. 2. 9. ΙΙ. τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα, ἀναγκαζούσης τὴν πνοὴν νὰ πάλληται κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τοῦ ρ, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.

Greek Monolingual

ἀπορραπίζω (AM)
αποκρούω, παραμερίζω
μσν.
ανασκευάζω
αρχ.
κάνω να πάλλεται (η πνοή κατά την εκφώνηση του ρ).

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρᾰπίζω: выталкивать, вытеснять Arst.