ἀπόμαγμα
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ατος, τό, A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2. 2 dirt washed off, S.Fr.34. II impression of a seal, Thphr.CP6.19.5, Lap.67.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.
2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.
3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.
German (Pape)
[Seite 314] τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάθαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμαγμα: -ατος, τό, (ἀπομάσσω) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ κάθαρμα, ἡ ἀπορριπτομένη ἀκαθαρσία, Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ ἀποτύπωμα σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.
Greek Monolingual
ἀπόμαγμα, το (Α) απομάσσω
1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος
2. απόρριμμα, ακαθαρσία
3. αποτύπωμα σφραγίδας.