ἀρείφατος

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρείφᾰτος Medium diacritics: ἀρείφατος Low diacritics: αρείφατος Capitals: ΑΡΕΙΦΑΤΟΣ
Transliteration A: areíphatos Transliteration B: areiphatos Transliteration C: areifatos Beta Code: )arei/fatos

English (LSJ)

Ep. ἀρηΐφατος, ον, (cf. φόνος, πέφαται)
A slain by Ares, i.e. slain in war, Il.19.31, etc.; ψυχαί [Heraclit.]136, cf. 24; φόνοι Ἀ. E.Supp.603 (lyr.).
2 later, = Ἄρειος, martial, Ἀρείφατος ἀγών, λῆμα, A.Eu.913, Fr. 147; κόποι E.Rh.124.
3 slaying in war, ἀνέρες Orph.A.514.

Spanish (DGE)

(ἀρείφᾰτος) -ον
• Alolema(s): ép.-jón. ἀρηΐφᾰτος Il.19.31, 24.415, Od.11.41, Heraclit.B 136, cf. 24, AP 7.741.6 (Crin.), Orph.A.514, Sch.D.T.234.15
• Prosodia: [ᾰρ-]
1 matado por Ares, muerto en el combate φῶτες Il.ll.cc., ἄνδρες Od.l.c., ψυχαί Heraclit.B 136, cf. 24, φόνοι ἀ. muertes causadas por la guerra E.Supp.603, νέκυες AP l.c.
2 que mata en el combate, marcial, valiente, belicoso ἀγῶνες A.Eu.913, λῆμα A.Fr.147, κόποι E.Rh.124, ἀνέρες Orph.l.c., ἄνδρες Sch.D.T.l.c., cf. A.Fr.146b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρείφᾰτος: Ἐπ. ἀρηΐφατος, ον, (*φένω, πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, πολεμικός, ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον λῆμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124.

Greek Monotonic

Ἀρείφᾰτος: [ᾰρ], Επικ. Ἀρηΐφατος, -ον (*φένω
I. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. = Ἄρειος, σε Αισχύλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tué par Arès, càd dans le combat;
2 qui tue dans le combat, càd belliqueux, vaillant.
Étymologie: Ἄρης, R. Φα tuer ; cf. πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρείφᾰτος: эп. ἀρηΐφᾰτος 2
1) павший на войне Hom.;
2) воинственный, бранный Aesch., Eur.

Middle Liddell

[*φένω
I. slain by Ares, i. e. slain in war, Il., Eur.
II. = Ἄρειος, Aesch.

English (Woodhouse)

connected with war, of war

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)