ἀφήγησις

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφήγησις Medium diacritics: ἀφήγησις Low diacritics: αφήγησις Capitals: ΑΦΗΓΗΣΙΣ
Transliteration A: aphḗgēsis Transliteration B: aphēgēsis Transliteration C: afigisis Beta Code: a)fh/ghsis

English (LSJ)

εως, Ion. ἀπήγησις, ιος, ἡ, narration, ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος worth telling, Hdt.2.70; οὐκ ἀξίως ἀπηγήσιος = in a way not fit to be told, Id.3.125; ἱστορίας D.H.2.7; πραγμάτων J. BJ1.11.4, cf. Arr.An.Prooem.2, Luc.Hist.Conscr.30, Aristid.1.154J., Hermog.Id.1.1, al.; report, SIG578.54 (Teos, ii B.C.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀπήγησις, -ιος Hdt.2.70, 3.125
I 1narración ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος Hdt.2.70, οὐκ ἀξίως ἀπηγήσιος Hdt.3.125, cf. 5.65, ἐν ἱστορίας ἀφηγήσει D.H.2.7, τῶν πραχθέντων ἀ. Luc.Hist.Cons.30, πιστότεροι ἔδοξαν ἐς τὴν ἀφήγησιν Arr.An.proem.2, cf. An.4.14.3, Aristid.Or.1.213, Hermog.Id.1.1 (p.219), 2.1, πράξεων παλαιῶν ἀφήγησιν ποιουμένοις Aristid.Quint.3.23, τὴν ἀφήγησιν ἑτέρῳ πρότερον ἐκπεπονημένην Agath.4.26.4, ἐς ἀφήγησιν εἴρηται Eun.VS 482.
2 informe, presentación μετὰ τοῦ λόγου τοῦ ἐπιμηνίου τὴν ἀπήγησιν SIG 578.54 (Teos II a.C.).
3 gram. significación A.D.Synt.12.2, 44.21.
II 1gestión, conducción δραστήριος ἀνὴρ ἐν ἀφηγήσει πραγμάτων I.BI 1.226.
2 primacía μεταστήσεται δὲ ἡ ἀ. εἰς τετράγωνον Iambl.in Nic.p.102.

German (Pape)

[Seite 409] ἡ, ion. ἀπήγησις, Erzählung, Her. 2, 70. 3, 24 u. öfter; Luc. Qu. Hist. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήγησις: Ἰων. ἀπήγησις -εως, ἡ, διήγησις, ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος, δηλ. ἀξιωτάτη διηγήσεως, Ἡρόδ. 2. 70· οὐκ ἀξίως ἀπηγήσιος, κατὰ τρόπον ἀνάξιον διηγήσεως, ὁ αὐτ. 3. 125.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.

Greek Monotonic

ἀφήγησις: Ιων. ἀπηγ-, -εως, Ιων. -ιος, ἡ, εξιστόρηση, αφήγηση, ἄξιον ἀπηγήσιος, άξιο εξιστόρησης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφήγησις: εως, ион. ἀπήγησις, ιως ἡ Her., Luc. = ἀφήγημα.

Middle Liddell

[From ἀφηγέομαι
a telling, narrating, ἄξιον ἀπηγήσιος worth telling, Hdt.