ἀφανιστικός
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
ή, όν, causing to disappear, τινός ADysc. Pron. 33.15; τριχῶν Archig. ap. Aët. 6.63, cf. Crito ap. Gal. 12.447; destroying, Sch. A. Th. 145. Adv. ἀφανιστικῶς Sch. Il. 21.220, al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que hace desaparecer c. gen. τριχῶν Archig. en Aët.6.63, cf. Crito en Gal.12.447
•subst. τὸ ἀ. supresión τῶν προσώπων A.D.Pron.33.15.
2 destructor ἀ., τιμωρητής glos. a λύκειος Sch.A.Th.145j, cf. Sch.Opp.H.2.421.
II adv. -ῶς aniquiladoramente Sch.Er.Il.21.220 (p.98.14), Sch.S.Ai.1274.
German (Pape)
[Seite 407] zerstörend, verderblich, Synes.
Greek Monolingual
ἀφανιστικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που προκαλεί εξαφάνιση ή αφανισμό, ο καταστρεπτικός.