ἀχύρινος

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχῠρινος Medium diacritics: ἀχύρινος Low diacritics: αχύρινος Capitals: ΑΧΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: achýrinos Transliteration B: achyrinos Transliteration C: achyrinos Beta Code: a)xu/rinos

English (LSJ)

η, ον, fed by chaff, φλόξ Plu.2.658d.

Spanish (DGE)

-η, -ον hecho de o con paja φλόξ Plu.2.658d.

German (Pape)

[Seite 420] von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχύρινος: -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης φλογός ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec de la paille (feu).
Étymologie: ἄχυρον.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α ἀχύρινος, -η, -ο)
νεοελλ.
φτιαγμένος από άχυρο
αρχ.
φρ. «ἀχυρίνη φλόξ» — φλόγα που άναψε με άχυρα ως προσάναμμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀχύρῐνος: (ᾰῠ) мякинный, соломенный: ἀ. φλόξ Plut. горящая солома.