ἐγκαθείργνυμι
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
v. ἐγκαθείργω.
Spanish (DGE)
encerrar fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A
•en v. pas. quedar encerrado o atrapado dentro ἡ ἀναθυμίασις Plu.2.951c, ἡ δασύτης τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho Fr.5.
German (Pape)
[Seite 703] (s. εἵργνυμι), = Folgdm; Plut. prim. frig. 15.
French (Bailly abrégé)
tenir enfermé dans.
Étymologie: ἐν, καθείργνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθείργνῡμι: досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии (ἡ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.).