ἄνυσμα

From LSJ
Revision as of 15:11, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνῠσμα Medium diacritics: ἄνυσμα Low diacritics: άνυσμα Capitals: ΑΝΥΣΜΑ
Transliteration A: ánysma Transliteration B: anysma Transliteration C: anysma Beta Code: a)/nusma

English (LSJ)

ατος, τό, accomplishment, end, Sch.Od.5.299.

Spanish (DGE)

-ματος, τό realización, fin Sch.Od.5.299.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνυσμα: -ατος, τό, διάπραξις, ἀποτέλεσμα, κατόρθωμα, τέλος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 299.

Greek Monolingual

το (Α ἄνυσμα) ανύω
νεοελλ.
Μαθ. το διάνυσμα
αρχ.
εκπλήρωση, αποτέλεσμα, τέλος.