εἰκαιοβουλία

From LSJ
Revision as of 15:17, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαιοβουλία Medium diacritics: εἰκαιοβουλία Low diacritics: εικαιοβουλία Capitals: ΕΙΚΑΙΟΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: eikaioboulía Transliteration B: eikaioboulia Transliteration C: eikaiovoulia Beta Code: ei)kaiobouli/a

English (LSJ)

ἡ, rashness, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
temeridad, atrevimiento τῆς ἑαυτῶν εἰκαιοβουλίας οὐκ ἀγαθὰς εὑρήσουσιν ἀμοιβάς ref. a los adoradores de ídolos Cyr.Al.M.71.197C, cf. 300D, 72.213D, de Judas, Procl.CP Or.M.65.781A
baladronada, insensatez Hsch., Sud.

German (Pape)

[Seite 726] ἡ, Unüberlegtheit, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαιοβουλία: ἡ, «ματαιοβουλία», Ζωναρ. 631, «ματαιοφροσύνη», Σουΐδ. ἐν λέξει, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙ. 69C, ΙΙΙ. 396C.

Greek Monolingual

εἰκαιοβουλία, η (Α)
βιασύνη, επιπολαιότητα.