ἐθελόπονος
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ον, willing to work, X.Cyr.2.1.22, Ael.NA4.43.
Spanish (DGE)
-ον
dispuesto al esfuerzo, esforzado ἐ. καὶ φιλοκίνδυνος del soldado, X.Cyr.2.1.22, cf. Nil.M.79.1121C
•neutr. sust. τὸ ἐ. buena disposición para el esfuerzo, aceptación del esfuerzo Muson.20, de las hormigas, Ael.NA 4.43.
German (Pape)
[Seite 718] willig zur Arbeit, gern arbeitend; Xen. Cyr. 2, 1, 9; Ael. H. A. 4, 43 von der Ameise.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόπονος: -ον, ὁ ἐθελουσίως πονῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22, Αἰλ. π. Ζ. 4. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille avec bonne volonté, laborieux.
Étymologie: ἐθέλω, πόνος.
Greek Monolingual
ἐθελόπονος, -ον (Α)
1. φιλόπονος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐθελόπονον
η ιδιότητα του εθελόπονου.
Greek Monotonic
ἐθελόπονος: -ον, πρόθυμος για εργασία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελόπονος: охотно работающий, трудолюбивый Xen.