close

From LSJ
Revision as of 09:25, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV3)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 138.jpg

adj.

Solid, dense: P. and V. πυκνός.

Narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.

Close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.

Stifling: Ar. and P. πνιγηρός

Secret: P. and V. κρυπτός, ἀφανής, ἄδηλος; see also taciturn.

Keep close: see hide.

Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.

Evenly balanced (e. g., a close fight): P. and V. ἰσόρροπος, P. ἀντίπαλος.

I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρʼ ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plat., Ap. 36A).

Near: P. ὅμορος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, P. and V. πρόσχωρος; see near.

Careful: see attentive.

Close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see near.

At close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συστάδον.

subs.

Consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plat.), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.

End: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).

Cessation: P. and V. διάλυσις, ἡ.

v. trans.

P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ἀποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.

Put to: P. προστιθέναι.

Fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.

Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.

Bring to an end: P. and V. τελευτᾶν, P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end.

Close (eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.

Close one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.

Close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβύειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.

Keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Eur., Cycl. 624); see also shut.

Close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.

Close with, accept: P. and V. δέχεσθαι (acc.).

Close with (an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβαλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see engage.

V. intrans. Come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.

Of combatants: P. and V. μάχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.

Shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.