ἐκτομάς

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτομάς Medium diacritics: ἐκτομάς Low diacritics: εκτομάς Capitals: ΕΚΤΟΜΑΣ
Transliteration A: ektomás Transliteration B: ektomas Transliteration C: ektomas Beta Code: e)ktoma/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A wicket-gate, Aen.Tact. 24.5, Stud.Pal.20.211.9. II = περικεφαλαία, Hsch. III a kind of spear (nisi leg. ἐκτομάδια), Id.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
1 postigo, portillo ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso, Stud.Pal.20.211.9 (V/VI d.C.).
2 ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch.

German (Pape)

[Seite 782] άδος, ἡ, eine kleine Thür im Thore, Aen. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτομάς: -άδος, ἡ, πυλίς, μικρὰ θύρα κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον μεγάλης πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· προσέτι καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν».

Greek Monolingual

ἐκτομάς, η (Α)
1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ' όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη
2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.).