ἐκτροχάζω

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτροχάζω Medium diacritics: ἐκτροχάζω Low diacritics: εκτροχάζω Capitals: ΕΚΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: ektrocházō Transliteration B: ektrochazō Transliteration C: ektrochazo Beta Code: e)ktroxa/zw

English (LSJ)

A rush out, Apollod.2.7.3. II treat summarily, Dsc. Ther.2.

Spanish (DGE)

1 arrollar ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.
2 fig., en el discurso desarrollar un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.Ther.2.

German (Pape)

[Seite 783] = ἐκτρέχω, Apolld. 2, 7, 3; durchgehen, erzählen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροχάζω: ἐκτρέχω, ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· διέρχομαι ἐπιτροχάδην, Διοσκ. Θηρ. 2.

Greek Monolingual

ἐκτροχάζω (Α)
1. βγαίνω έξω τρέχοντας, εκτρέχω
2. πραγματεύομαι με συντομία, διέρχομαι επιτροχάδην.