ἐμπροσθότονος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπροσθότονος Medium diacritics: ἐμπροσθότονος Low diacritics: εμπροσθότονος Capitals: ΕΜΠΡΟΣΘΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: emprosthótonos Transliteration B: emprosthotonos Transliteration C: emprosthotonos Beta Code: e)mprosqo/tonos

English (LSJ)

ον, drawn forwards and stiffened, opp. ὀπισθότονος, Aret.SA1.6.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. emprostótonos, espasmo tetánico hacia delante, procurvación tetánica ὅταν ... εἰς τὸ πρόσω τείνηται τὰ μόρια τοῦ σώματος, ἐ. Gal.7.641, cf. 8.173, Cael.Aur.CP 3.65, Paul.Aeg.3.20.1, Steph.in Hp.Aph.2.350.2.

German (Pape)

[Seite 818] nach vorn gespannt, bes. von der krampfhaften Spannung des Nackens nach vorn, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπροσθότονος: -ον, ἐπὶ τετάνου, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἔχων τὴν ἀνάκλισιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀπισθότονος, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. Foes Oec. Ἱππ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐμπροσθότονος, -ον)
αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία, που έχει ανάκλιση και καμπύλωση του σώματος προς τα εμπρόςεμπροσθότονος καμπύλη» — σύσπαση τών καμπτήρων μυών του κορμού, στην οποία το σώμα κάμπτεται προς τα εμπρός).