ἄνορχος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνορχος Medium diacritics: ἄνορχος Low diacritics: άνορχος Capitals: ΑΝΟΡΧΟΣ
Transliteration A: ánorchos Transliteration B: anorchos Transliteration C: anorchos Beta Code: a)/norxos

English (LSJ)

ον, A without testicles, i.e. castrated, Hp.Vict.2.49. II without stones, φοίνικες. Arist.Fr.267.

Spanish (DGE)

-ον
1 castrado de anim. Hp.Vict.2.49.
2 que no tiene hueso φοίνικες Arist.Fr.267.

German (Pape)

[Seite 241] (ὄρχις), ohne Hoden, verschnitten, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνορχος: -ον, ὁ ἄνευ ὄρχεων, Ἱππ. 358. 24. ΙΙ. ὁ ἄνευ πυρήνων, «φοινίκων ἀνόρχων, οὕς τινες ἀνόρχους κακοῦσιν, οἱ δὲ ἀπυρήνους» Ἀριστ. Ἀποσπ. 250.

Greek Monolingual

κ. άνορχις (-εως)
ο (Α ἄνορχος, -ον) αυτός που πάσχει από ανορχία
αρχ.
1. ο ευνουχισμένος
2. (για τους φοίνικες) ο χωρίς πυρήνες.

Russian (Dvoretsky)

ἄνορχος: (с плодами) без косточек (φοῖνιξ Arst.).