ἐντεροκήλη

From LSJ
Revision as of 16:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεροκήλη Medium diacritics: ἐντεροκήλη Low diacritics: εντεροκήλη Capitals: ΕΝΤΕΡΟΚΗΛΗ
Transliteration A: enterokḗlē Transliteration B: enterokēlē Transliteration C: enterokili Beta Code: e)nterokh/lh

English (LSJ)

ἡ, intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
medic. enterocele, hernia intestinal στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en PMich.758.F.re.5
concr. hernia escrotal, osqueocele περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, Hippiatr.50.1.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, Darmbruch, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροκήλη: ἡ, «ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον εἰς ὄγκον αἰρόμενον» Πολυδ. Δ΄, 203, κοινῶς «κατέβασμα», «σπάσιμον», Διοσκ. 1. 102, Γαλην. ΙΙ. 275D, 396G, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

η (AM ἐντεροκήλη)
κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος του εντέρου μέσα στο όσχεο.