ἔνοδμος
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ον, (ὀδμή) swect-smelling, fresh, Nic.Th.41.
Spanish (DGE)
-ον
apestoso, de olor fuerte τὸ δὲ τοιοῦτον ἄλγημα ... συριγγῶδες καὶ ἔνοδμον Hp.Epid.7.5, κέρας Nic.Th.41.
German (Pape)
[Seite 849] duftend, frisch, Nic. Th. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνοδμος: -ον, (ὀδμή), ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ ὀσμήν, πρόσφατος, Νικ. Θηρ. 41.
Greek Monolingual
ἔνοδμος, -ον (Α) οδμή
αυτός που έχει τη συνηθισμένη του οσμή, πρόσφατος, φρέσκος.