δράκαινα

From LSJ
Revision as of 18:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δράκαινα Medium diacritics: δράκαινα Low diacritics: δράκαινα Capitals: ΔΡΑΚΑΙΝΑ
Transliteration A: drákaina Transliteration B: drakaina Transliteration C: drakaina Beta Code: dra/kaina

English (LSJ)

ης, ἡ, fem. of δράκων, A she-dragon, h.Ap.300; of the Erinyes, A.Eu.128; Ἅιδου δ., of the Erinys of Clytaemnestra, E.IT 286; compared with a courtesan, δ. ἄμεικτος Anaxil.22.3, cf. Secund. Sent.8. II scourge, Ar.Fr.767.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [δρᾰκ-]
1 de seres femeninos serpiente, dragón δράκαιναν κτεῖνεν h.Ap.300, δρακαίνης <σχῆμ'> ἔχουσα de Harmonía, E.Ba.1358, ὑπὸ θηρίου χαλεποῦ δρακαίνης ... ἔρημον γενέσθαι καὶ ἀπροσπέλαστον de Delfos, Plu.2.414a, ἡ ἔρημος τῶν δρακαινῶν A.Phil.8.16, cf. Opp.C.3.223, en la descripción de anim. fantásticos οἱ ἕλειοι ... εἰσὶ ταῖς δρακαίναις ὅμοιοι Philostr.VA 3.6, dicho de diosas y mujeres temibles δεινὴ δ. A.Eu.128, δρακαίνης γόνον tal vez de Clitemnestra Lyr.Adesp.13(b).10, ᾍδου δ. E.IT 286, δ. ἄμεικτος Anaxil.22.3, cf. Lyc.674, 1114, como epít. de Atenea, Orph.H.32.11.
2 látigo Ar.Fr.808.
3 sent. dud. νύμφη δ. prob. designación de un grado de iniciación en algún culto esotérico IUrb.Rom.974, cf. CIL 6.30159 (Roma).

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, fem. zu δράκων; H. h. Apoll. 300; Aesch. Eum. 125 heißen die Furien so; Eur. Bacch. 1355, öfter. – Auch Name eines Fisches, wie

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dragon femelle.
Étymologie: δράκων.

Greek (Liddell-Scott)

δράκαινα: -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ δράκων (πρβλ. Λάκαινα), θῆλυς δράκων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· οὕτως, Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. ἄμικτος Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. μάστιξ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606.

Greek Monolingual

η (AM δράκαινα)
1. θηλ. του δράκος, η γυναίκα του δράκου, η λάμια
μσν.- νεοελλ.
ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι
νεοελλ.
1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα
2. ζωολ. είδος μεγάλης σαύρας της οικογένειας τών τεγιιδών
3. βοτ. είδος ποωδών φυτών της οικογένειας τών λειριοειδών
αρχ.
είδος μαστιγίου.

Greek Monotonic

δράκαινα: -ης, ἡ, θηλ. του δράκων (πρβλ. Λάκαινα), δράκαινα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δράκαινα: (ᾰ) ἡ [f к δράκων дракон, змея HH, Aesch.: Ἃιδου δ. Aesch. = Ἐρινύες.

Middle Liddell

δράκαινα, ης, ἡ, n [fem. of δράκων, cf. Λάκαινα
a shedragon, Hhymn., Aesch., Eur.