αἰνόλεκτρος
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
ον, A fatally wedded, ib.713 (lyr.), Lyc.820. II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.
Spanish (DGE)
-ον
1 cuyo lecho trae desgracia, de matrimonio desgraciadoParis, A.A.712, Helena, Lyc.820.
2 que es un lecho terrible μυχός Lyc.1354.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'hymen funeste.
Étymologie: αἰνός, λέκτρον.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόλεκτρος: -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. αἰνολεχής, αἰνόγαμος. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.
Greek Monotonic
αἰνόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόλεκτρος: Aesch. = αἰνόγαμος.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνόλεκτρος -ον αἰνός, λέκτρον met een ellendig huwelijk.