θηλύπους

From LSJ
Revision as of 20:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύπους Medium diacritics: θηλύπους Low diacritics: θηλύπους Capitals: ΘΗΛΥΠΟΥΣ
Transliteration A: thēlýpous Transliteration B: thēlypous Transliteration C: thilypous Beta Code: qhlu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, θ. βάσις the tread of female foot, [E.]IA421.

German (Pape)

[Seite 1207] βάσις, Tritt eines Weiberfußes, Eur. I. A. 421.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. ποδος
βάσις allure d'un pied de femme.
Étymologie: θῆλυς, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύπους: ὁ, ἡ, θ. βάσις, τὸ πάτημα θηλέων ποδῶν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 421.

Greek Monolingual

θηλύπους, -ουν (Α)
φρ. «θηλύπους βάσις» — βάδισμα γυναικείων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + πους].

Russian (Dvoretsky)

θηλύπους: (ῠ) (о ноге) женский, перен. нежный: θ. βάσις Eur. нежные ноги женщины.