θυοσκέω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
make burnt-offerings, Hsch.; περίπεμπτα θυοσκεῖς prob. in A.Ag.87 (θυοσκινεῖς codd.). (For θυο-σκοέω, cf. sq.)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. θυοσκοέω.
Greek (Liddell-Scott)
θυοσκέω: προσφέρω ὁλοκαυτώματα, διὰ πυρὸς θυσίας, Ἡσύχ.· ὁπόθεν διορθοῦται ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 87, περίπεμπτα θυοσκεῖς, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. θυοσκινεῖς· - ἂν καὶ ἡ γραφὴ θυοσκεῖς εἶναι ὀρθή, φαίνεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ θυοσκοεῖς (ἐκ τοῦ ἑπομ.).
Greek Monotonic
θυοσκέω: προσφέρω ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με φωτιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θυοσκέω: или θυοσκοέω приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - v.l. θυοσκινέω).