κατάβα
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
for κατάβηθι, aor.2 imper. of καταβαίνω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.
Greek Monolingual
(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.
(II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.
Greek Monotonic
κατάβα: αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.