μνηστεία
English (LSJ)
ἡ, wooing, courtship, Antip.Stoic.3.254, J.AJ17.1.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.30, Luc.DDeor.20.14; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων J.AJ18.7.1: f.l. for ἀμνηστία in Pl.Mx.239c.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für ἀμνηστία, wonach man noch strebt.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recherche en mariage.
Étymologie: μνηστεύω.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστεία: ἡ, ζήτησις γυναικός, ἀρραβώνισμα, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 30, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14· μεταφορ., ἐπὶ μεγάλων γεγονότων, ἔτι ἐν μν. εἶναι, ἀκόμη ἐπιζητοῦσι τὴν εὔνοιαν τοῦ ποιητοῦ, Πλάτ. Μενέξ. 239C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μνήστεια· γάμου δῶρα».
Greek Monolingual
η (ΑΜ μνηστεία) μνηστεύω
νεοελλ.
ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια»)
νεοελλ.-μσν.
αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ' ολίγον... ο γάμος», Παπαδ.)
μσν.
φρ. «λαμβάνω κάποιον εἰς μνηστείαν» — μνηστεύομαι
μσν.-αρχ.
το να ζητά κανείς γυναίκα σε γάμο.
Greek Monotonic
μνηστεία: ἡ, αναζήτηση γυναίκας για γάμο, φλερτάρισμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μνηστεία: ἡ
1) старание, домогательство: ἔτι ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;
2) искание руки, сватовство Plut., Luc.