κρότησις

From LSJ
Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρότησις Medium diacritics: κρότησις Low diacritics: κρότησις Capitals: ΚΡΟΤΗΣΙΣ
Transliteration A: krótēsis Transliteration B: krotēsis Transliteration C: krotisis Beta Code: kro/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax.365a; (σιδήρου) Ph.Bel.71.44 (pl.); τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14 (v.l. for κροῦσις).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 claquement ; particul. applaudissement;
2 t. de méc. battage, martelage, écrouissage (d'un métal).
Étymologie: κροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

κρότησις: -εως, ἡ, κτύπημα, κροῦσις χειρῶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.

Greek Monotonic

κρότησις: -εως, ἡ, χτύπημα, κρούση χεριών, χειροκρότημα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κρότησις: εως ἡ удары, хлопание: κ. χειρῶν Plat. рукоплескания.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.

Middle Liddell

κρότησις, εως
a clapping, τινὶ χειρῶν Plat. [from κροτέω