νυκτερωπός

From LSJ
Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερωπός Medium diacritics: νυκτερωπός Low diacritics: νυκτερωπός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΩΠΟΣ
Transliteration A: nykterōpós Transliteration B: nykterōpos Transliteration C: nykteropos Beta Code: nukterwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ) appearing by night, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.HF112 (lyr.), cf. Plu.2.1066c.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
sombre.
Étymologie: νύκτερος, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.

Greek Monolingual

νυκτερωπός, -όν (Α) νύκτερος
1. αυτός που φαίνεται κατά τη διάρκεια τή νύχτας
2. αυτός που μοιάζει με νύχτα, ο σκοτεινός.

Greek Monotonic

νυκτερωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερωπός: являющийся ночью, ночной (δόκημα ὀνείρων Eur.; ирон. δόκημα σοφιστῶν Plut.).

Middle Liddell

νυκτερ-ωπός, όν [ὤψ]
appearing by night, Eur.