κολακίς
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
ίδος, ἡ, fem. of κόλαξ; then, = κλιμακίς 2, Clearch. 25, Plu.2.50d.
German (Pape)
[Seite 1472] ίδος, ἡ, Schmeichlerinn; bes. Frauen, welche der Königinn beim Aussteigen aus dem Wagen ihren Rücken zum Darauftreten hinhalten mußten, vgl. Ath. VI, 256 d u. Plut. adul. et am. discr. 3.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
flatteuse.
Étymologie: κόλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκίς: -ίδος, θηλ. τοῦ κόλαξ, γυνὴ κολακεύουσα· ἀκολούθως, = κλιμακὶς ΙΙ, Πλούτ. 2. 50D, Ἀθήν. 256D.
Greek Monolingual
κολακίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κόλακας.
Russian (Dvoretsky)
κολᾰκίς: ίδος adj. f льстивая, заискивающая, угодливая (κλιμακίδες Plut.).