καταντία

From LSJ
Revision as of 21:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντία Medium diacritics: καταντία Low diacritics: καταντία Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΑ
Transliteration A: katantía Transliteration B: katantia Transliteration C: katantia Beta Code: katanti/a

English (LSJ)

ἡ, A hanging downwards, Hp.Off.3. II καταντία, v. καταντίον.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.

French (Bailly abrégé)

2adv.
en face, vis-à-vis.
Étymologie: καταντίος, sel. d'autres κατ’ ἀντία.

Greek (Liddell-Scott)

καταντία: ἡ, ἡ κλίσις πρὸς τὰ κάτω, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.

Greek Monolingual

καταντία, ἡ (Α) κατάντης
1. το κρέμασμα προς τα κάτω
2. (ως επίρρ.) καταντίον («πόντου καταντία κυμαίνοντος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως ουσ. < κατ(α)- + ἀντία, θηλ. του ἀντίος (< ἀντί). Ως επίρρ. πιθ. < φρ. κατ’ ἀντία, όπου ἀντία επίρρ. < ἀντίος.

Russian (Dvoretsky)

καταντία: adv. Agesianax ap. Plut. = καταντίον II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταντία -ας, ἡ [κατάντης] hellende stand. Hp.