καταγόρευσις
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
εως, ἡ, A declaration, Plu.2.428f. 2 denunciation, J.AJ17.3.2.
German (Pape)
[Seite 1343] ἡ, Anzeige, Plut. def. orac. 35 u. a. Sp., = κατηγορία.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de déclarer, de signifier, d'expliquer.
Étymologie: καταγορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰγόρευσις: ἡ, ἔκθεσις, Πλούτ. 2. 428F· καταμήνυσις, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 3, 2.
Greek Monolingual
καταγόρευσις, ἡ (Α) καταγορεύω
1. δήλωση
2. μήνυση, καταγγελία.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰγόρευσις: εως ἡ объявление, извещение Plut.