μύσαγμα

From LSJ
Revision as of 21:58, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσαγμα Medium diacritics: μύσαγμα Low diacritics: μύσαγμα Capitals: ΜΥΣΑΓΜΑ
Transliteration A: mýsagma Transliteration B: mysagma Transliteration C: mysagma Beta Code: mu/sagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, = μύσος, A.Supp.995.

German (Pape)

[Seite 222] τό, die Befleckung, Alles was befleckt; τό τ' εἰπεῖν εὐπετὲς μύσαγμά πως, Aesch. Suppl. 973.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action ou parole abominable, souillure.
Étymologie: μυσάττομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μύσαγμα: τό, (μῠσάττομαι) = μύσος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 995.

Spanish

suciedad

Greek Monolingual

μύσαγμα, τὸ (Α)
μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. -μα (πρβλ. πράττω - πράγμα)].

Russian (Dvoretsky)

μύσαγμα: ατος (ῠ) ὁ осквернение, хула, позор: τὸ τ᾽ εἰπεῖν εὐπετὲς μ. πως Aesch. возводить хулу - дело легкое.