νώθεια
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ἡ, slowness, sluggishness, Pl.Phdr.235d, Tht.195c, Luc. Ind.22, Babr.95.70, Poll.3.122, Ael.NA16.21.
German (Pape)
[Seite 272] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, ὑπὸ νωθείας οὐ δυνάμενος πεισθῆναι, Plat. Theaet. 195 c, vgl. Phaedr. 235 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance ; lourdeur.
Étymologie: νωθής.
Greek (Liddell-Scott)
νώθεια: ἡ, (ἐκ τοῦ νωθὴς) βραδύτης, ὀκνηρία, νωθρότης, Πλάτ. Φαῖδρ. 235C, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 22, Βαβρ. 95. 70 (συνήθως φέρεται νωθεία).
Greek Monolingual
νώθεια, ἡ (Α) νωθής
βραδύτητα, οκνηρία, νωθρότητα σωματική και ψυχική.
Greek Monotonic
νώθεια: ἡ, οκνηρία, ραθυμία, βραδύτητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
νώθεια: ἡ вялость, косность, лень Plat., Plut.
Middle Liddell
νώθεια, ἡ,
sluggishness, dulness, Plat., etc. [from νωθής