λιθοκτονία

From LSJ
Revision as of 22:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκτονία Medium diacritics: λιθοκτονία Low diacritics: λιθοκτονία Capitals: ΛΙΘΟΚΤΟΝΙΑ
Transliteration A: lithoktonía Transliteration B: lithoktonia Transliteration C: lithoktonia Beta Code: liqoktoni/a

English (LSJ)

ἡ, death by stoning, AP9.157.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, das Tödten durch Steinigung, Ep. ad. 465 (IV, 157).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre ou mort par lapidation.
Étymologie: λίθος, κτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκτονία: θάνατος διὰ λιθοβολίας, Ἀνθ. Π. 9. 157.

Greek Monolingual

λιθοκτονία, ἡ (Α)
ο θάνατος με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κτονία (< -κτόνος< κτείνω), πρβλ. πατροκτονία, παιδοκτονία].

Greek Monotonic

λῐθοκτονία: ἡ (κτείνω), θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκτονία:побиение (насмерть) камнями Anth.

Middle Liddell

λῐθο-κτονία, ἡ, κτείνω
death by stoning, Anth.