οἰόζωνος
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
English (LSJ)
ον, alone and girt up, i.e. lonely wayfarer, S.OT846.
German (Pape)
[Seite 308] = μονόζωνος, allein, ἄνδρ' ἕνα οἰὁζωνον, Soph. O. R. 846; Hesych. erkl. μονόστολος, der Alleingehende.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a qu'une ceinture ou un baudrier, càd équipé ou armé à la légère;
2 qui voyage seul.
Étymologie: οἶος, ζώνη.
Syn. μονόστολος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰόζωνος: -ον, = μονόζωνος, Σοφ. Ο. Τ. 846· πρβλ. οἶος. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αϳ, σ. 116.
Greek Monolingual
οἰόζωνος, -ον (Α)
αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος].
Greek Monotonic
οἰόζωνος: -ον (ζώνη), = μονόζωνος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
οἰόζωνος: имеющий один лишь (дорожный) пояс, т. е. одиноко путешествующий (ἀνήρ Soph.).
Middle Liddell
οἰό-ζωνος, ον, [ζωνη] = μονόζωνος, Soph.]