μεταπαύομαι

From LSJ
Revision as of 22:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373. II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

French (Bailly abrégé)

cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.

English (Autenrieth)

cease or rest between whiles, Il. 17.373.

Greek Monolingual

μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).

Middle Liddell

Mid. to rest between-whiles, Il.