καταπεφρονηκότως

From LSJ
Revision as of 22:27, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπεφρονηκότως Medium diacritics: καταπεφρονηκότως Low diacritics: καταπεφρονηκότως Capitals: ΚΑΤΑΠΕΦΡΟΝΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katapephronēkótōs Transliteration B: katapephronēkotōs Transliteration C: katapefronikotos Beta Code: katapefronhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω, A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc. II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως, despisedly, v.l. for -μένος in Sch.Luc.Ind.10.

German (Pape)

[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ

Greek Monolingual

καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].

Greek Monotonic

καταπεφρονηκότως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω, περιφρονητικά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

καταπεφρονηκότως: adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.

Middle Liddell

part. perf. act. of καταφρονέω,]
contemptuously, Dem.