μελαγκόρυφος

From LSJ
Revision as of 22:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκόρῠφος Medium diacritics: μελαγκόρυφος Low diacritics: μελαγκόρυφος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: melankóryphos Transliteration B: melankoryphos Transliteration C: melagkoryfos Beta Code: melagko/rufos

English (LSJ)

ὁ, either
A blackcap warbler, Motacilla atricapilla, or a kind of titmouse, Ar.Av.887, Arist.HA592b22,616b4; αἱ συκαλίδες καὶ οἱ μ.… μεταβάλλουσιν εἰς ἀλλήλους ib.632b31, cf. Plin.HN10.86, Gp.15.1.23.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzem Scheitel, ὁ μελ., ein Vogel, der Mönch, Ar. Av. 887, Arist. H. A. 7, 3. 9, 15, Ath. II, 65 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête noire ; subst.μελαγκόρυφος sorte de fauvette, oiseau.
Étymologie: μέλας, κορυφή.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκόρῠφος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον τὴν κορυφὴν μέλαιναν, κοινῶς «καλογρήτσα», Motacilla atricapilla L.· ἢ (κατὰ τὸν Sundevall) Parus palustris, Ἀριστοφ. Ὄρν. 887, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5., 9. 15, 2· κατὰ τὸν Πλίν. 10. 44, ἦτο τὸ πτηνὸν τὸ καλούμενον ficedula (συκαλίς), ἐδίδετο δὲ εἰς αὐτὸ τὸ δεύτερον τοῦτο ὄνομα κατὰ τὸν καιρὸν τῶν σύκων.

Greek Monolingual

μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM)
1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή του κεφαλιού μαύρη
2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι
ἄμεινον δὲ νοεῖν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς
τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κορυφή (πρβλ. τρι-κόρυφος)].

Greek Monotonic

μελαγκόρῠφος: ὁ (κορυφή), είδος πτηνού με μαύρο κεφάλι και ράχη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελαγκόρῠφος: ὁ зоол. черноголовка (птица Motacilla atricapilla) Arph., Arst.

Middle Liddell

μελαγ-κόρῠφος, ὁ, κορυφή
the blackcap, Ar.