πηρόδετος

From LSJ
Revision as of 08:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρόδετος Medium diacritics: πηρόδετος Low diacritics: πηρόδετος Capitals: ΠΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: pēródetos Transliteration B: pērodetos Transliteration C: pirodetos Beta Code: phro/detos

English (LSJ)

ον, binding a wallet, ἱμάς AP9.150 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 611] den Ränzel bindend oder an den Ränzel gebunden, ἱμάς, Antp. Sid. 96 (IX, 150).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à attacher la besace.
Étymologie: πήρα, δέω¹.

Greek (Liddell-Scott)

πηρόδετος: -ον, δι’ οὗ δένεται πήρα, ἱμὰς Ἀνθ. Π. 9. 150.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήραπηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδό-δετος, παγό-δετος].

Greek Monotonic

πηρόδετος: -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πηρόδετος: служащий для подвязывания или перевязывания сумы (ἱμάς Anth.).

Middle Liddell

πηρό-δετος, ον,
binding a wallet, Anth.