πηλοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, carrying clay or mortar, ib.1290.3 (ii B.C.), Poll.7.130, Suid.
German (Pape)
[Seite 610] Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισθωτοί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte du mortier, manœuvre.
Étymologie: πηλός, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοφόρος: -ον, ὁ φέρων πηλόν, Πολυδ. Ζ΄, 130. ― Κατὰ Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».
Greek Monolingual
ο / πηλοφόρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πηλό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -φόρος].
Greek Monotonic
πηλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πηλό.