πολυόρνιθος
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, abounding in birds, αἶα E.IT435 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 667] reich an Vögeln, αἶα, Eur. I. T. 435.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en oiseaux.
Étymologie: πολύς, ὄρνις.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόρνῑθος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πτηνά, αἶα Εὐρ. Ι. Τ. 435.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός στον οποίο ζουν πολλά πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄρνις, -ιθος «πτηνό, πουλί»].
Greek Monotonic
πολυόρνῑθος: -ον (ὄρνις), πλούσιος σε πτηνά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυόρνῑθος: изобилующий птицами (αἶα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυόρνιθος -ον [πολύς, ὄρνις] rijk aan vogels.
Middle Liddell
πολυ-όρνῑθος, ον, ὄρνις
abounding in birds, Eur.