πονηροδιδάσκαλος
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ον, teaching wickedness, Str.7.3.8.
German (Pape)
[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui enseigne le mal.
Étymologie: πονηρός, διδάσκαλος.
Greek (Liddell-Scott)
πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που διδάσκει την πονηρία, ο δάσκαλος της κακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + διδάσκαλος (πρβλ. τραγωδο-διδάσκαλος)].
Greek Monotonic
πονηροδῐδάσκαλος: -ον, αυτός που εθίζει στη μοχθηρία, που διδάσκει το κακό, σε Στράβ.
Middle Liddell
πονηρο-δῐδάσκαλος, ον,
teaching wickedness, Strab.