σάρων
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
English (LSJ)
λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch. σαρῶνες· τὰ τῶν θηρατῶν λινά, Id. (cf. σαρδών). σαρωνίζω,= διασαρωνίζω, Id. (σαρκ- cod.).
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, nach Einigen geil, nach Andern die weibliche Schaam, Hesych., wahrscheinlich von σαίρω.
French (Bailly abrégé)
1 = λάγνος;
2 τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch.
Étymologie: DELG apparenté à σάραβος, σέσηρα.
Greek (Liddell-Scott)
σάρων: -ωνος, ὁ, αἰσχρὸς ἄνθρωπος, λάγνος· ὡσαύτως τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. σάραβος. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (βλ. και λ. σαρωνίς)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: λάγνος τινες δε γυναικεῖον H.
Other forms: Cf. σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.