συμμετίσχω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
= συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.
German (Pape)
[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.
French (Bailly abrégé)
c. συμμετέχω.
Greek (Liddell-Scott)
συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.
Greek Monotonic
συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.
Middle Liddell
= συμμετέχω, Soph.]