συμπλανάομαι

From LSJ
Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλᾰνάομαι Medium diacritics: συμπλανάομαι Low diacritics: συμπλανάομαι Capitals: ΣΥΜΠΛΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: symplanáomai Transliteration B: symplanaomai Transliteration C: symplanaomai Beta Code: sumplana/omai

English (LSJ)

wander about with, τινι D.S.3.59, Plu.Ant.29, Philostr.Ep.56: metaph., ταῖς ἀγνοίαις . . τῶν συγγραφέων Plb.3.21.10.

German (Pape)

[Seite 987] mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
errer ensemble, s'égarer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλανάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλᾰνάομαι: μέλλ. -ήσομαι, περιπλανῶμαι μετά τινος, τινι Διόδ. 3. 59, κτλ.· μεταφορ., πλανῶμαι ὁμοῦ, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Πολύβ. 3. 21, 10.

Greek Monotonic

συμπλᾰνάομαι: Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμπλᾰνάομαι:
1) совместно блуждать, вместе странствовать Plut.: παρακολουθεῖν καὶ σ. τινι Diod. сопровождать кого-л. в (его) странствиях;
2) вместе заблуждаться: σ. ταῖς ἀγνοίαις τινός Polyb. быть введенным в заблуждение чьей-л. неосведомленностью.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπλανάομαι [σύμπλανος] samen rondzwerven met, met dat.

Middle Liddell


Pass. to wander about with, Polyb.