συννοέω

Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A meditate, reflect upon a thing, τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα S.OC 453, cf. Pl.Smp.220c, Phdr.241c, Lg.712d, PTeb.24.30 (ii B.C.); σ. τί τις χρήσεται think what one can do with it, Pl.Lg.835d:—Med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος E.Or.634, cf. Ion644. 2 make plans, πάντα -οῦμεν ἐκπράξειν χερί Patrocl.1.5. II comprehend, understand, Pl.Tht.164a, al.: c. part., σ. τινὰ μανθάνοντα Id.Epin.976b, cf. Plu.Pomp.74: followed by a relat., σ. ὅτι . .understand that... Pl. Plt.280b, Arist.Pol.1284a32; σ. ὡς . . Pl.Sph.238c, etc.:—Med., Ar. Ra.598 (lyr.). 2 know at the same time, Mich. in EN518.34.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
embrasser par la pensée ; pensée, méditer, réfléchir : τι à qch.
Étymologie: σύν, νοέω.

Greek (Liddell-Scott)

συννοέω: παραβάλλω κατὰ διάνοιαν, σκέπτομαι, μελετῶ κατ’ ἐμαυτόν, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα Σοφ. Ο. Κ. 453, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C, Φαῖδρ. 241C, Νόμ. 712D φοβηθῆναι ξυννοήσαντα τί τις χρήσεται τῇ τοιαύτῃ πόλει, τί εἰμπορεῖ τις νὰ κάμῃ μὲ τοιαύτην πόλιν, αὐτόθι 835D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος Εὐρ. Ὀρ. 634, πρβλ. 644. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω, ἐννοῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α, Σοφιστ. 280Β, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ξ. τινα μανθάνοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 976Β, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 74· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ὅτι..., ἐννοῶ ὅτι…, Πλάτ. Πολιτ. 280Β, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 17· σ. ὡς… Πλάτ. Σοφιστ. 238C, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 598.

Greek Monotonic

συννοέω: μέλ. -ήσω,
I. σκέφτομαι ή στοχάζομαι κάτι, σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.
II. συλλαμβάνω με το νου μου, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συννοέω:
1) размышлять, соображать, обдумывать (τι Soph., Plat.): ἐν ἑαυτῷ τι συννούμενος Eur. размышляя про себя кой о чем;
2) понимагь (τι Plat., Polyb.; οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννοέω [σύννοος] ook med. geconcentreerd nadenken (over), begrijpen:; σ. θέσφατα παλαίφατ’ de oude orakels overdenken Soph. OC 453; ταῦτ’ ἄρτι συννούμενος dit zojuist begrijpend Aristoph. Ran. 599; met ὅτι - of ὡς -bijzin:; συννοῆσαι... ὅτι δεῖ... ἀναιρεῖν beseffen dat het nodig was te doden Aristot. Pol. 1284a32; met ptc.: σ. τὸν καιρὸν οὐκ ὄντα θρήνων beseffend dat het geen tijd was voor geweeklaag Plut. Pomp. 74.4.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to meditate or reflect upon a thing, Soph., Plat.:—so in Mid., Eur.
II. to perceive by thinking, comprehend, understand, Plat., etc.:— so in Mid., Ar.