συντεταμένως

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετᾰμένως Medium diacritics: συντεταμένως Low diacritics: συντεταμένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΑΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetaménōs Transliteration B: syntetamenōs Transliteration C: syntetamenos Beta Code: suntetame/nws

English (LSJ)

Adv., (συντείνω) earnestly, eagerly, vigorously, Ar. Pl.325, Pl.Ap.23e, R.499a, Phlb.59a (in Pl. always with v.l. συντεταγμένως).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec effort.
Étymologie: de συντεταμένος part. pf. Pass. de συντείνω.

Greek (Liddell-Scott)

συντετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ συντείνω, συντόνως, μετὰ προθυμίας καὶ ζήλου, Ἀριστοφάν. Πλ. 325, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Πολ. 499Α, Φίληβ. 59Α (παρὰ Πλάτ. ἀείποτε μετὰ διαφ. γραφ. συντεταγμένως).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με προθυμία και ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταμένος του συντείνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συντετᾰμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία, με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συντετᾰμένως:
1) поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);
2) усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.).

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of συντείνω
earnestly, eagerly, vigorously, Ar., Plat.