σύντρεις
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
οἱ, αἱ, σύντρια, τά, three together, by threes, σύντρεις αἰνύμενος Od.9.429; κατὰ σύντρεις γωνίας Pl.Ti.54e; cf. σύνδυο.
German (Pape)
[Seite 1036] οἱ, αἱ, σύντρια, τά, je drei, drei zusammen, drei zugleich, immer zu dreien; Od. 9, 429; κατὰ σύντρεις γωνίας, Plat. Tim. 54 e; Sp., wie Luc. enc. Dem. 21.
French (Bailly abrégé)
εις, ια ; gén. συντρίων;
trois ensemble, trois par trois.
Étymologie: σύν, τρεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
σύντρεις: οἱ, αἱ. -τρια, τά, τρεῖς ὁμοῦ, ἀνὰ τρεῖς, σύντρεις αἰνύμενος Ὀδ. Ι. 429· κατὰ σύντρεις Πλάτ. Τίμ. 54Ε, πρβλ. σύνδυο.
English (Autenrieth)
three together, by threes, Od. 9.429†.
Greek Monolingual
σύντρεις ΝΜΑ, ουδ. σύντρια ΜΑ
τρεις μαζί, ανά τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τρεῖς (πρβλ. συν-δύο)].
Greek Monotonic
σύντρεις: οἱ, αἱ, -τρια, τά, τρεις μαζί, ανά τρεις, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
σύντρεις: τρια, gen. ίων три (трое) вместе, тройками, по три Hom., Plat., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύν-τρεις -τρια, gen. -τρίων, telw. drie tegelijk.