τετράπορος
English (LSJ)
ον, A with four passages or openings, ἁψῖδες AP9. 696. II coming four ways, ἄνεμοι ib.656.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre ouvertures ou passages.
Étymologie: τέσσαρες, πόρος.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπορος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι αὐτόθι 656.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις εισόδους ή τέσσερα ανοίγματα
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που πνέει από τέσσερεις διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ἑπτά-πορος].
Greek Monotonic
τετράπορος: [ᾰ], -ον,
I. αυτός που έχει τέσσερις διόδους ή ανοίγματα, σε Ανθ.
II. αυτός που έρχεται από τέσσερις μεριές, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τετράπορος: (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.).
Middle Liddell
τετρά-˘πορος, ον,
I. with four passages or openings, Anth.
II. coming four ways, Anth.