τετραορία

From LSJ
Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾱορία Medium diacritics: τετραορία Low diacritics: τετραορία Capitals: ΤΕΤΡΑΟΡΙΑ
Transliteration A: tetraoría Transliteration B: tetraoria Transliteration C: tetraoria Beta Code: tetraori/a

English (LSJ)

ἡ, four-horsed chariot, Pi.O.2.5, P.2.4, al.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
attelage de quatre chevaux.
Étymologie: τετράορος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾱορία: ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.

English (Slater)

τετρᾱορία (-ίας, -ιᾶν, -ίας.) four-horse chariot τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράορος
άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

τετρᾱορία: ἡ, άρμα από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾱορία:четверная запряжка, четверка лошадей Pind.

Middle Liddell

τετρᾱορία, ἡ,
a four-horsed chariot, Pind.